-
1 κατ-εφ-άλλομαι
κατ-εφ-άλλομαι (s. ἅλλομαι), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον κῦμα Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. καταπάλλω.
-
2 κατεφάλλομαι
A leap down against,ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94
(where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon,κῦμα.. νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583
, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down,οὐρανόθεν Nonn. D.48.614
; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεφάλλομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий